This website is using cookies

We use cookies to ensure that we give you the best experience on our website. If you continue without changing your settings, we'll assume that you are happy to receive all cookies on this website. 

Citasz, Makisz: Μάρτυς μου ὁ Θεὸς

Portre of Citasz, Makisz

Μάρτυς μου ὁ Θεὸς (Greek)

Y χΠηΑμΡέΧνοΟιΥΝ ΤΕΣ , οἱ χρεωΣμΑέΡΩ Ν ΕΙδΩ Ν νοι, τὰ καθίΑκιΦαΕκΝαΤΙοΚΑτρ: εολἱοπίε.τἘυ--
γὼ ἔπεσα στὸ τέταρτο.
Πολλὲς φορὲς μοῦ μίλαγε καὶ σκεφτόμουνα ὅτι δὲν
ἤξερε ἂν εἶχε ἀπέναντί του ἐμένα ἢ κάποιον ποὺ μοῦ ἔ-
μοιαζε. δηλαδὴ ἂν ἤμουνα ὁ Χρυσοβαλάντης
ὁ ὑπάλ-
ληλος καὶ φίλος
ἢ ὁ δίδυμος ἀδερφός μου. Μόνο ποὺ
δὲν ἔχω δίδυμο ἀδερφό, δύο ἀδερφὲς ἔχω.
Ἔτσι καὶ τύχαινε νὰ συναντηθοῦμε στὴν εἴσοδο τῆς
ἑταιρείας, μοῦ ἔλεγε
«τρέχα νὰ μὲ προλάβεις!» κι ὁρ-
μοῦσε στὸ ἀσανσέρ, κι ὅπως ἀνέβαινε μοῦ φώναζε
«μὴν
κλέβεις
!» καὶ μ’ ἔβαζε ν’ ἀνεβαίνω τρέχοντας ὀχτὼ ὀρό-
φους, μετρώντας δυνατὰ τὰ ἑκατὸν σαράντα τέσσερα
σκαλιά, καὶ οὔρλιαζε μέσα ἀπ’ τὸ ἀσανσέρ:
«Πιὸ δυνα-
τά, ρὲ χοντρέ
! δὲν ἔχεις ψυχὴ μέσα σου;».
ἑταιρεία του ἔκλεισε τέλη τοῦ ’80 κι ἔμεινα ἄνεργος
στὰ καλὰ καθούμενα. δούλευα κοντά του ἕντεκα χρόνια,
ἀλλὰ δυστυχῶς πιάστηκα ἀπροετοίμαστος, ἐνῶ οἱ ὑπό-
λοιποι συνάδελφοί μου ἔκαναν ἐργασιακὸ μάρκετινγκ
γιὰ μῆνες καὶ πῆγαν σὲ ἄλλα ἀτελιὲ γραφικῶν τεχνῶν

ἀμέσως. Ἔβλεπα βέβαια ὅτι βούλιαζε τὸ καράβι, ὅτι τὸ
πράγμα πήγαινε ἀπ’ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο, ὅτι δὲν ὑ-
πῆρχε πλέον μέλλον, ἀλλὰ δὲν ἤθελα νὰ τὸ πιστέψω. Για-
τὶ εἶχα φάει τὸ παραμύθι τοῦ Ἐξαποδῶ:
«Καὶ ὅλοι οἱ ἄλ-
λοι νὰ φύγουν, ἐσὺ δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ μείνεις χω-
ρὶς δουλειά
». Ἔτσι τὴν πάτησα.
Εἶδα τὸν ἑαυτό μου νὰ παλεύει μὲ τὸν ἑαυτό μου στὴ λά-
σπη. Ἔβριζε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ προσπαθοῦσε νὰ τὸν
πνίξει. Ταυτοχρόνως ἔψαλλαν μὲ κατάνυξη τὸ τροπάριο
τῆς Κασσιανῆς.
Ὕστερα οἱ δύο γίνανε ἕνας ἄλλος Χρυσοβαλάντης,
ποὺ τὸν ἔλεγαν Ψυχοβαλάντη, καὶ φώναξε τρὶς
«μὲ πνί-
γει αὐτὸς ὁ ἄνεμος
». Ἀπὸ κάπου ἀπροσδιόριστα ἀκουγό-
ταν μιὰ ἄρια ἀπὸ τὴν Τόσκα.
Περίεργο ὄνειρο.
δὲν μπορῶ νὰ φανταστῶ τὸν ἑαυτό μου ζητιάνο ἢ παιδὶ
τῶν φαναριῶν. Ἀλλὰ οὔτε καὶ τοὺς γονεῖς μου μπορῶ νὰ
τοὺς φανταστῶ νὰ πέφτουν θύματα ἐκμετάλλευσης ἀπὸ
τρίτους, καὶ εἰδικὰ ἀπὸ μιὰ μέλλουσα νύφη.
Ὁ πατέρας μου τώρα εἶναι ὀγδόντα ἕξι ἐτῶν, ἀπό-
στρατος ἀξιωματικός, ἄνθρωπος τῆς οἰκογένειας, τῆς με-
λέτης καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ἥσυχη ζωή. Πάντα μὲ φρόν-
τιζε, μοῦ δάνειζε καὶ μὲ ἐξυπηρετοῦσε.
Μοῦ ἔλεγε
«πρόσεχε, πρόσεχε, πρόσεχε!» ἀλλὰ ἐγὼ
ἤμουνα τέντζερης ξεγάνωτος χωρὶς καπάκι κι ὅ,τι ἤθε-

λε ἔμπαινε μέσα. Αὐστηρὸς ὁ πατέρας μου, ἀλλὰ καὶ
ὑποχωρητικός. δηλαδή, ὅταν ἐγὼ πίεζα, αὐτὸς ἔκανε πί-
σω. Ναί.
«Μπαμπά, θὰ πάω στὸ Λονδίνο, δῶσε μου ἑκατὸ χι-
λιάδες
». Μοῦ τὶς ἔδωσε.
«Μπαμπά, ἔχω ἕνα μικρὸ χρέος στὴν τράπεζα». Τὸ
ξόφλησε ἀμέσως.
«Μπαμπά, ἔχω πρόβλημα, μπορεῖς νὰ μοῦ κάνεις μιὰ
ἐξυπηρέτηση;
» Ἔτρεξε.
«Μπαμπά, πρέπει νὰ κάνω εἰσαγωγὴ στὸ νοσοκο-
μεῖο
». Μὲ βοήθησε.
δὲ μοῦ εἶχε πεῖ σὲ κανένα θέμα
«ὄχι». Τώρα ποὺ τὸ
φιλοσοφῶ, ἦταν ἕνα σκυλὶ ποὺ γάβγιζε μὰ δὲ δάγκωνε

ἐγὼ δὲν τὸ εἶχα καταλάβει. Τὸν σέβομαι καὶ τὸν ἐκτιμῶ.
Μέχρι τὰ εἴκοσί μου τὸν φοβόμουν πολύ. Μετὰ ἁπλῶς
τὸν σεβόμουν, γιατὶ πέρασε πάρα πολλά. Εἶναι ἕνας ἄν-
θρωπος μὲ πείρα στὴ ζωή. Ἕνας πατέρας δὲ θέλει ποτὲ
τὸ κακὸ τοῦ παιδιοῦ του. Χαιρόταν ποὺ εἶχα πάντα σχέ-
σεις μὲ μοναστήρια καὶ ἐκκλησίες, εἶναι κι αὐτὸς θεοσε-
βούμενος ἄνθρωπος. Ὅλη ἡ οἰκογένεια ἔτσι εἴμαστε.
Ὅταν στὰ δεκαοχτώ μου πέρασα στὴ σχολὴ ὑπαξιω-
ματικῶν στὰ Τρίκαλα, μοῦ εἶπε
«μπράβο», ἀλλὰ κι ὅταν
τὰ παράτησα κι ἔφυγα, γιατὶ δὲν ἄντεχα ἄλλο, δὲ μοῦ ἔ-
φερε καμία ἀντίρρηση.
δὲ μοῦ ἔκοψε ποτὲ τὸ δρόμο. Ναί.
Ἴσως, σκέφτομαι, γι’ αὐτὸ δὲν ἔχω φύγει ἀκόμη ἀπὸ
τὸ σπίτι, παρόλο ποὺ πενηντάρισα. Ἐπειδὴ αἰσθάνομαι
ἀσφάλεια καὶ θαλπωρή.

Τηλεφώνησα σὲ ιὰ παλιὰ συνάδελφο γιὰ νὰ τῆς πῶ
«χρόνια πολλὰ» καὶ νὰ τῆς ζητήσω καὶ καμιὰ συνεργα-
σία κι αὐτὴ μοῦ τό ’κλεισε λέγοντας:
«Χρυσοβαλάντη,
μὲ πέτυχες στὴν πόρτα, τὰ λέμε ἄλλη φορά
».
Βλέπεις, ἡ κυρία δὲ μὲ ἔχει πιὰ ἀνάγκη, εἶναι βολεμέ-
νη στὸν
«Ἀθήνα 2004» καὶ παίρνει δύο χιλιάδες εὐρὼ τὸ
μήνα σὺν τὰ μπόνους, ἀλλὰ θὰ τελειώσει κάποια στιγμὴ
τὸ πανηγύρι καὶ τότε νὰ δοῦμε...
Πολλοί, ἄλλωστε, παλιοί μου συνάδελφοι ποὺ εὐεργε-
τήθηκαν πολλαπλῶς ἀπὸ μένα, τώρα ποὺ τοὺς ζήτησα
βοήθεια, μοῦ φέρθηκαν κυνικά. Τὸ ἴδιο καὶ κάποιοι ἐπι-
χειρηματίες μὲ μικρὲς ἑταιρεῖες, ποὺ ὅταν ἤμουν στὸν
Ἐξαποδῶ μὲ εἶχαν στὰ ὄπα ὄπα γιὰ νὰ τοὺς πηγαίνω
δουλειὲς καὶ τώρα ποὺ τοὺς κόψαμε τὴ σαντιγὶ κάνουν
πὼς δὲ μὲ γνωρίζουν. δὲν πειράζει, ἔχει ὁ Θεός. Ἂς εἶναι
ὅλοι τους καλά. Αὐτὸ εἶναι εὐλογία ἀπὸ τὸ γέροντά μου,
νὰ λέω
«ἔχει ὁ Θεὸς» καὶ νὰ λέω ἀκόμα καὶ σ’αὐτοὺς ποὺ
μὲ ἀδίκησαν
«εὐχαριστῶ», γιὰ νὰ ἔχω καθαρὴ συνείδη-
ση. Ὅσο μπορῶ τὸν ἀκούω τὸ γέροντά μου. Μοῦ ἔχει πεῖ
τί πρέπει νὰ κάνω στὴ ζωή μου, πῶς νὰ τὴν κοντρολάρω
γιὰ νὰ μὴν καταλήξω στὸ τρελάδικο.



Uploaded byRémai marianne
PublisherKichli Publishing
Source of the quotationΜάκης Τσίτας, Μάρτυς μου ὁ Θεὸς
Bookpage (from–to)11-14
Publication date

minimap